- σφηκώδης
- σφηκώδηςwasplikemasc/fem acc pl (attic epic doric)σφηκώδηςwasplikemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)σφηκώδηςwasplikemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφηκώδης — ῶδες, ΜΑ [σφήξ, ηκός] 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα 3. φρ. «στίχος σφηκώδης» (μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ… … Dictionary of Greek
σφηκώδη — σφηκώδης wasplike neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σφηκώδης wasplike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σφηκώδης wasplike masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκῶδες — σφηκώδης wasplike masc/fem voc sg σφηκώδης wasplike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκώδεις — σφηκώδης wasplike masc/fem acc pl σφηκώδης wasplike masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκωδῶν — σφηκώδης wasplike masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκώδους — σφηκώδης wasplike masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκικός — ή, όν, Μ [σφήξ, ηκός] (για στίχο) σφηκώδης … Dictionary of Greek
σφηκοειδής — ές, Α σφηκώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + ειδής*] … Dictionary of Greek